Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΙΛΙΑΔΑ
Α 1-53
Οι εργασίες να αποσταλούν ηλεκτρονικά.

1) Ποια θέση είχε ο Αγαμέμνονας στο στρατό των Αχαιών; Αφού αντλήσετε πληροφορίες από τη μυθολογία να εξηγήσετε γιατί είχε αυτή τη θέση.
Απάντηση:

2) Να εξηγήσετε γιατί ο Αγαμέμνονας διαπράττει ύβρη.
Απάντηση:

3) «θείος» Αχιλλέας: Αφού εξηγήσετε τον όρο τυπικό επίθετο να βρείτε άλλα τυπικά επίθετα που υπάρχουν στην ενότητα.
Απάντηση:

4)Ποια τα δομικά μέρη του ικετευτικού λόγου του Χρύση;

Απάντηση:


ΚΕΙΜΕΝΟ

Ψάλλε, θεά, τὸν τρομερὸν θυμὸν τοῦ Ἀχιλλέως,
πῶς ἔγινε στοὺς Ἀχαιοὺς ἀρχὴ πολλῶν δακρύων·
ποὺ ἀνδράγαθες ροβόλησε πολλὲς ψυχὲς στὸν Ἅδη
ἡοώων, κι ἔδωκεν αὐτοὺς ἁρπάγματα τῶν σκύλων
καὶ τῶν ὀρνέων - καὶ ἡ βουλὴ γενόνταν τοῦ Κρονίδη,
ἀπ’ ὅτ’ ἐφιλονίκησαν κι ἐχωρισθῆκαν πρῶτα
ὁ Ἀτρείδης, ἄρχος τῶν ἀνδρῶν, καὶ ὁ θεῖος Ἀχιλλέας.
Καὶ ἀπ’ τοὺς θεοὺς ποιός ἄναψε τὴν ἔχθραν μεταξύ τους
Ὁ Ἀπόλλων, ὅπου ὀργίσθηκε τοῦ Ἀτρείδη βασιλέως
κι ἔφερε λώβαν στὸν στρατὸν ποὺ ἐθέριζε τὰ πλήθη,
ὅτι τοῦ ἐκαταφρόνεσε τὸν Χρύσην ἱερέα.
Στῶν Ἀχαιῶν τὰ γρήγορα καράβια τοῦτος ἦλθε,
μὲ λύτρα πλουσιοπάροχα τὴν κόρη του νὰ λύση·
στὸ χρυσὸ σκῆπτρο τυλικτὸ τοῦ Φοίβου τὸ στεφάνι
ἐκράτει, καὶ τοὺς Ἀχαιοὺς παρακαλοῦσεν ὅλους:
«῏Ω γενναιόκαρδοι Ἀχαιοί, ὦ βασιλεῖς Ἀτρεῖδες,
τοῦ ᾽Ολύμπου ἄς, κάμουν οἱ θεοί, τὴν πόλη τοῦ Πριάμου
ἀφοῦ πορθήσετ᾽, εὐτυχεῖς νὰ πᾶτε στὴν πατρίδα
ἀλλ’ ἀποδώσετε σ’ ἐμὲ τὴν ποθητήν μου κόρην,
δεχθῆτε αὐτὰ τὰ λύτρα της, ἂν τὸν υἱὸν τοῦ Δία
τὸν μακροβόλον τοξευτὴν ᾽Απόλλωνα εὐλαβῆσθε».
Ὅλοι ἀλαλάξαν οἱ ᾽Αχαιοί, κι εἷπαν τὸν ἱερέα
νὰ σεβασθοῦν καὶ τὰ λαμπρὰ λύτρα δεκτὰ νὰ γίνουν
μόνος ὁ Ἀγαμέμνονας δὲν τό ᾽στεργεν ὁ Ἀτρείδης,
ἀλλὰ κακὰ τὸν ἔδιωχνε καὶ βαρὺν λόγον εἶπε:
«Μὴ σ’ ἀπαντήσω, γέροντα, σιμὰ στὰ κοῖλα πλοῖα
ἤ τώρα ἐδῶ ν’ ἀργοπορῆς ἢ πάλιν νὰ γυρίσης
καὶ μὴ θαρρεύης στοῦ θεοῦ τὸ σκῆπτρο καὶ τὸ στέμμα.
Αὐτὴν δὲν θ’ ἀπολύσω ἐγώ· τὸ γῆρας θὰ τὴν ἔβρη
στὸ Ἄργος μὲς στὸ σπίτι μου μακρὰν ἀπ’ τὴν πατρίδα
νὰ ὑφαίνη αὐτοῦ καὶ σύντροφον τῆς κλίνης νὰ τὴν ἔχω,
Μὴ μ’ ἐρεθίζης, σύρ’ εὐθὺς ἂν θέλης νὰ μὴν πάθης.
Τὸν λόγον του ἐφοβήθηκε καὶ ὑπάκουσεν ὁ γέρος·
τὴν ἄκραν πῆρε σιωπηλὸς τῆς ἠχερῆς θαλάσσης
καὶ ὅταν εὑρέθη ἀνάμερα, τὸν γόνον τῆς ὡραίας
Λητοῦς μέγαν Ἀπόλλωνα, θερμὰ παρακαλοῦσε:
«Ἄκουσέ με, ἀργυρότοξε, τῆς Χρύσης καὶ τῆς θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στὴν Τένεδο, Σμινθέα,
ἐὰν σοῦ ἔκτισα ναὸν νὰ χαίρεται ἡ καρδιά σου,
ἐὰν ποτὲ σοῦ ἔκαψα μεριὰ καλοθρεμμένα
ταύρων κι ἐρίφων, τοῦτον μου τὸν πόθον τελείωσέ μου·
τὰ βέλη σου στοὺς Δαναοὺς τὰ δάκρυά μου ἂς πλερώσουν».
Εὐχήθη καὶ ὡς τὸν ἄκουσεν ὁ Φοῖβος ὁ Ἀπόλλων,
κατέβη ἀπὸ τὲς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου θυμωμένος,
μὲ τόξον καὶ μ’ ὁλόκλειστην φᾳρέτραν εἰς τοὺς ὤμους.
᾽Εβρόντησαν ἐπάνω του τὰ βέλη ὡς ἐκινήθη
ὁ χολωμένος καὶ ὥμοιαζε τὴν νύκτα, ὡς προχωροῦσε.
Τῶν πλοίων κάθισε ἄντικρυ καὶ ἀπόλυσε τὸ βέλος
καὶ ἀχὸς ἐβγῆκε τρομερὸς ἀπ’ τ’ ἀσημένιο τόξο·
καὶ ἀφοῦ τοὺς σκύλους ἔπληξε καὶ τὰ μουλάρια πρῶτα,
εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔριχνε τὰ πικροφόρ’ ἀκόντια
ἀδιάκοπα· καὶ τῶν νεκρῶν παντοῦ πυρὲς ἐκαῖαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: